περιφορά

περιφορά
(Αστρον.). Κίνηση που ένα ουράνιο σώμα εκτελεί γύρω από ένα κεντρικό άστρο, διαγράφοντας μια κλειστή τροχιά, σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ηλιακό μας σύστημα, εκτός από τις π. των πλανητών. και των κομητών γύρω από τον Ήλιο, έχουμε και τις π. των δορυφόρων γύρω από τους πλανήτες τους. Την π. της Γης γύρω από τον Ήλιο την είχε διαισθανθεί ο Αρίσταρχος τον 3o π.Χ. αι., αλλά ο Πτολεμαίος δεν την αποδέχτηκε· την επανέφερε και την απόδειξε ο Κοπέρνικος πολλούς αιώνες αργότερα. Η π. της Γης γύρω από τον Ήλιο, που εκτελείται σε 365 ημέρες, σε 9 ώρες και 9,5 λεπτά, αποτελεί τη διάρκεια ενός έτους και χρησίμευσε ως βάση στα διάφορα ημερολόγια. Εκτός από τις π. που αναφέραμε, οι οποίες συμβαίνουν μέσα στο ηλιακό μας σύστημα, μάς είναι γνωστές και άλλες π., που πραγματοποιούνται πολύ πέρα από το ηλιακό μας σύστημα· είναι εκείνες που εκτελούν οι συνοδοί στα συστήματα των διπλών και πολλαπλών αστέρων. Στα συστήματα αυτά ένας από τους αστέρες, ο λεγόμενος συνοδός, περιστρέφεται γύρω από έναν άλλο του συστήματος, που τον θεωρούμε κεντρικό· στην πραγματικότητα όμως η περιστροφή γίνεται γύρω από το κέντρο βάρους των μαζών των αστέρων του όλου συστήματος. Έχουμε επίσης και την κίνηση π. των αστέρων του Γαλαξία γύρω από το λεγόμενο γαλαξιακό κέντρο. Στην κίνηση αυτή συμμετέχει και ο δικός μας Ήλιος, εκτελώντας μια κλειστή τροχιά με ταχύτητα 270 χλμ. /δ. σε περίοδο 200 περίπου εκατομμυρίων ετών.
* * *
η, ΝΜΑ [περιφέρω]
1. το να περιφέρεται κάτι ολόγυρα και να επανέρχεται εκεί από ὁπου ξεκίνησε (α. «η περιφορά τού Επιταφίου» β. «καὶ ἐν τούτω περιέφερε τὸ τρίτον, ὅπερ δὴ λοιπὸν ἦν τῆς περιφορᾱς», Ξεν.)
2. αστρον. η περιοδική τροχιακή κίνηση ενός ουράνιου σώματος γύρω από ένα άλλο σώμα μεγαλύτερης μάζας (α. «η περιφορά τής Σελήνης» β. «ζητοῡντος αὐτοῡ τὰς ὁδοὺς τῆς σελήνης καὶ τὰς περιφοράς», Αριστοφ.)
3. φυσ. η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα κεντρικό σημείο ή άξονα, κατά τη διάρκεια τής οποίας το σώμα διέρχεται περιοδικώς από το ίδιο σημείο τής τροχιάς του
μσν.-αρχ.
1. ο ουράνιος θόλος, η σφαίρα τού ουρανού
2. ο κύκλος τού χρόνου, κυκλική επάνοδος
3. θρησκ. η ανταρσία τών δαιμόνων
4. αναστάτωση, αναταραχή
5. καταστροφή
6. κάτι το τυχαίο, το απροσδόκητο
αρχ.
1. συστροφή, περιτύλιγμα με κάτι
2. συναναστροφή
3. πλάνη, σφάλμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιφορά — περιφορά̱ , περιφορά carrying round fem nom/voc/acc dual περιφορά̱ , περιφορά carrying round fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφορᾷ — περιφορά carrying round fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφορά — η πράξη και αποτέλεσμα του περιφέρω, έχω κάτι και το φέρνω παντού ή γυρίζω κυκλικά αυτό ή μ αυτό: Περιφορά της εικόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίφορα — περίφορος carried about neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφορᾶι — περιφορᾷ , περιφορά carrying round fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφοράν — περιφορά̱ν , περιφορά carrying round fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφοράς — περιφορά̱ς , περιφορά carrying round fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφοραῖς — περιφορά carrying round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφοραί — περιφορά carrying round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφορᾶν — περιφορά carrying round fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”